The Black Swan - Ο Μαύρος Κύκνος, του Darren Aronofsky.




Έχοντας την ιδιαίτερη τιμή να κρατώ στα χέρια μου μια πρόσκληση για την τελετή λήξης του 51ου φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (κι αυτό μόνο χάρη στην πολύτιμη βοήθεια ενός αληθινού κινηματογραφόφιλου, τον οποίο ευχαριστώ και μέσα από την κριτική αυτή για το δώρο που μου έκανε), διένυσα καμιά 300αριά χιλιόμετρα, μέσα από παγετούς και βουνά, για να δω το νέο πολυαναμενόμενο δημιούργημα του Darren Aronofsky, υπό τον τίτλο “Μαύρος Κύκνος” (“Black Swan”). Οι προσδοκίες ήταν ήδη αυξημένες, κι αυτό εξαιτίας του εξαίρετου παρελθόντος που κουβαλά ο εν λόγω σκηνοθέτης αλλά και λόγω του hype που είχε προκληθεί γύρω από την ταινία, η οποία απέσπασε διθυραμβικές κριτικές με το “καλημέρα”. Αφού έσβησαν τα φώτα του κινηματογράφου Ολύμπιον, η παγωνιά της πλατείας Αριστοτέλους, έμεινε μια και καλή έξω από την αίθουσα κι έδωσε τη θέση της σε μια εξελικτική διακύμανση συναισθημάτων που κράτησε την ένταση αμείωτη καθόλη τη διάρκεια της ταινίας. Κι αυτό διότι, πέρα από τις γνώσεις περί κινηματογράφου που διαθέτει ο καθένας ή όχι, η μεγαλύτερη επιτυχία (σε κάθε μορφή τέχνης άλλωστε ισχύει αυτό) είναι το έργο να σού μιλά άμεσα, χωρίς δήθεν επιδείξεις των “ψαγμένων” ικανοτήτων του σκηνοθέτη και των λοιπών δημιουργών του. Κι ανέκαθεν, αυτό ήταν το ισχυρό χαρτί του Aronofsky. Να συγκινεί τα πλήθη, να τραβά τα συναισθήματα στον πάτο τους και να τα σηκώνει ξανά ψηλά, σαν να βουτάς πολλές φορές στα βάθη των ενδοσκοπήσεών σου, και να αναδύεσαι καθαρός, ως γνήσιο παιδί της κάθαρσης. Ειδικά τούτο το πετυχαίνει ο συγκεκριμένος με το νεανικό κοινό, μιας κι οι ταινίες του μέχρι τώρα βρύθουν από νεολαιίστικα vibes, εξιστορώντας τη ζωή με μια εφηβική ματιά τις περισσότερες φορές, αφού οι εικόνες που δημιουργεί χρωματίζονται από ακραίες συναισθηματικές εξάρσεις, κάνοντας κύκλους που ξεκινούν από το ρομαντισμό, περνούν από τη νοσταλγική διάθεση, υποκρύπτουν επαναστατικό πνεύμα αλλά πάντοντε γνέφουν πονηρά προς τα τοπία της θλίψης, των εσωτερικών πτώσεων, της επίπονης ήττας των αγνών ονείρων που κουβαλά ο καθένας μας, είδικα στα νιάτα του. Το αυτό επιβεβαιώθηκε και σε αυτήν την ταινία, που τολμώ να πω ότι συγκέντρωσε στοιχεία από όλες τις προηγούμενες δουλειές του. Είχε πάλι τη γλυκόπικρη αύρα του Requiem for A dream μαζί με τη μοναχική πορεία προς την ματαιόδοξη ευτυχία του Wrestler. Είδαμε πάλι την ανάγκη για εσωτερική ανάταση του The Fountain αλλά και το περιπαικτικό, σχεδόν ειρωνικό μάτι του Pi. Το μίγμα λοιπόν φαντάζει εκρηκτικό και είναι τέτοιο. Με οδηγό την αποστομωτική Natalie Portman (η ώρα του Oscar έφτασε), η ταινία μάς παίρνει από το χέρι και μας οδηγεί σε έναν ατέρμονο χορό συναισθημάτων, όπως άλλωστε είναι και το βασικό concept της όλης σύλληψης, το μπαλέτο. Πάντοτε απέδιδε η πρακτική τού να πετάς μελανά χρώματα σε “αθώες” δραστηριότηρες του ανθρώπου, προκαλώντας ενδιαφέρουσες αντιθέσεις. Η γλυκιά, λεπτεπίλεπτη μπαλαρίνα, χαμένη μέσα στη δίνη της ανάγκης της για διαρκή τελειότητα, χάνει τον έλεγχο και θυσιάζει κάθε εκδοχή του εαυτού της στον ένα και μοναδικό της σκοπό. Της απόλυτης επιτυχίας και καταξίωσης, που τελικά ταυτίζεται με την ίδια την αίσθηση ευτυχίας των ανθρώπων: άφταστη κι άρα ανύπαρκτη. Η πορεία της κεντρικής ηρωίδας προς τη δήθεν αποθέωση είναι σχεδόν σπαρακτική. Το παιγνίδι με την έννοια του υπαρκτού και του φαντασιακού είναι ένας ευφυής τρόπος για να πειστούμε και πάλι για τις ιδιαιτερότητες του ανθρώπινου ψυχισμού, αναπαριστώντας τη διαδρομή εκείνη που θαρρείς πως οδηγεί στην τελειοποίησή σου μέσα από την αυτοκαταστροφή. Η ταινία μεταφέρει με χαρακτηριστική άνεση την αγωνία αυτή στο θεατή, με το τέλος να σε λυτρώνει από αυτή τη διαρκή πάλη ανάμεσα στο λευκό και μαύρο κομμάτι του εαυτού μας, που όλοι κουβαλάμε. Το παιδικό παραμύθι εδώ μετατρέπεται σε ώριμο εφιάλτη, εντός του οποίου ξεδιπλώνονται χωρίς περικοπές οι ηθικοπλαστικές ενοχές των ανθρώπων, η σαρωτική επικράτηση του εγώ πάνω από το εγώ μας. Το απόλυτο δόσιμο στην αλλοτρίωσή μας, καθώς μπαίνουμε κατά κυριολεξία στο πετσί των ρόλων που η κοινωνία μάς έχει φορέσει, σαν κοστούμι και μακιγιάζ χορευτικής παράστασης. Στην πίστα αυτή, που κατ' ουσίαν περιγράφει τη ζωή μας, ο θεατής θα βιώσει την τέλεια απορρόφηση των ανθρωπίνων αναγκών, των σωματικών και ψυχικών συγκρούσεων με τα πραγματοποιήσιμα και μη όνειρα όλων μας. Η ταινία σε παρασύρει εντονότερα εφόσον αφεθείς στο σαγηνευτικό χορό της Portman, που νιώθεις να σε ξεσκίζει με το βαμβάκι. Για όλα αυτά, τούτο το ψυχολογικό θρίλλερ μέσα από τη δίνη της έξαψης, της σεξουαλικότητας, της φθοράς και των πόνων επί ματαίω, θα ανταμοίψει του λάτρεις όχι μόνο του καλού cinema, αλλά του κάθε ποιοτικού ανθρωπίνου δημιουργήματος.

Νιώστε το.

9.5/10

Anathema - We're Here Because We're Here



Ορισμένες στιγμές στη ζωή σου έρχονται να συμπυκνωθούν πολλά μαζί βιώματα ή με αφορμή ένα γεγονός γίνονται οι ίδιες οι στιγμές βίωμά σου. Για παράδειγμα, η αίσθηση που σού αφήνει η αποχώρηση του καλοκαιριού, όταν οι πρώτες μπλάβες μέρες του Σεπτέμβρη σ' αγκαλιάζουν, οι φίλοι σε χαιρετούν απ' το πλοίο που φεύγει κι εσύ επιστρέφεις μόνος πίσω. Ή πάλι, η διαυγής ματιά που έχεις όταν τα κλάματά σου στεγνώσουν, ύστερα από την κηδεία ενός αγαπημένου σου προσώπου. Είναι τότε που ο πόνος, κατά ένα περίεργο τρόπο, συγκρούεται με τη διάθεση για αισιοδοξία, ως άμυνά σου, ως προσπάθεια για να προχωρήσεις μπροστά. Κάπως έτσι είναι και το νέο κομψοτέχνημα συναισθημάτων των Anathema μας. Λες και κουβαλά την ελπίδα εκείνη που ναι μεν ξεπροβάλλει, αλλά την ίδια ώρα αναδύεται τραυματισμένη από μια προηγούμενη επίπονη εμπειρία. Τα 10 τραγούδια του δίσκου με τον εμφανώς υπαρξιακό τίτλο "We're here because we're here", έρχονται σαν το περίγραμμα της ψυχολογικής διακύμανσης που όλοι λίγο ως πολύ έχουμε νιώσει στο πέρασμα της ζωής μας. Αυτή η μελαγχολία όχι των γκρίζων αλλά των γαλανών χρωμάτων, αυτή που σε κάνει να κλάψεις και να χαμογελάσεις ταυτόχρονα, θέλοντας να δηλώσεις ακόμα "παρών", διαποτίζει τον δίσκο από την αρχή ως το τέλος. Συνθετικά, αποτελεί ίσως το πιο ειλικρινές, αυθεντικό, πηγαίο βήμα της μπάντας, και κυρίως σε μια περίοδο της καριέρας τους που δεν έχουν ν' αποδείξουν τίποτα. Στην ουσία των τραγουδιών, διακρίνεις τους ίδιους μουσικούς, τους ίδιους ανθρώπους που μάς χάρισαν αριστουργήματα, κοντά 20 χρόνια τώρα. Τούς βλέπεις εκεί, στο "Dreaming Light", στο "Everything", αλλά και οπωσδήποτε στα "Universal" και "Summer Night Horizon". Σε σημεία, αντιλαμβάνεται κανείς τον εσωτερικό διάλογο της μπάντας με τα μέχρι τώρα δημιουργήματά της. Όπως στο Eternity έλεγαν "do you think we're for ever?", τώρα απαντούν "life is eternal". Και από το "somehow I knew you would leave me this way" αναρωτιούνται ακόμα "mother can you hear me?"Αν αξιολογήσει κανείς τον δίσκο αυτό με μουσικά στερεότυπα και με σκοπό να τον χαρακτηρίσει προτού τον αφήσει να εισβάλει μέσα του, τότε απλά είναι σαν να θεωρεί πώς γνωρίζει μια χώρα, χωρίς να την επισκέφτηκε ποτέ του. Και ειδικότερα, όταν αυτός ο δίσκος είναι τόσο προσαρμόσιμος στα υποκειμενικά βιώματα του καθενός και με τόσο διαφορετικό κάθε φορά τρόπο. Εξάλλου, αυτή η μπάντα πάντα εξελισσόταν, μεταμορφωνόταν, μιας και σ' αυτό τάχθηκε από την αρχή, να αμφισβητεί δηλαδή τα δικά της όρια αλλά και των ακροατών της. Και σαν από σύμπτωση, ήρθε σε μιαν Άνοιξη φορτισμένη, γεμάτη αφορμές για να δούμε αλλιώς τη ζωή μας. Suddenly...life has a new meaning...

10/10

Αναγνώσεις