Δέκα εκατομμύρια ΟΧΙ


Τα τελευταία χρόνια οι εθνικές επέτειοι δεν απασχολούσαν ιδιαιτέρως την κοινή γνώμη. Αντίθετα, περνούσαν σχετικά αδιάφορες από τη συνείδηση του κόσμου, όπως άλλωστε συμβαίνει με τις περισσότερες επετείους πια. Τα ίδια βαρετά ρεπορτάζ, ο γνωστός ξύλινος πολιτικός λόγος στις δηλώσεις των αρχόντων για το τι συμβολίζει η ημέρα ετούτη, όμοια πλάνα, σε σημείο που δεν ξεχώριζες αν ήταν από τη φετινή ή κάποια από τις περασμένες εκδηλώσεις.

Φέτος, τα παραπάνω δεν ίσχυσαν. Για πρώτη φορά, μετά από δεκαετίες, στο τελικό σημείο της μεταπολιτευτικής παρακμής, η εθνική επέτειος του ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου στάθηκε αφορμή για να αναδειχθούν θεμελιώδη ερωτήματα για το πολίτευμά μας και κυρίως για το πολιτικό σύστημα της χώρας. Δημιουργήθηκαν αντιπαραθέσεις σχετικά με ζητήματα που μέχρι χθες εμπεριείχαν σχεδόν αυτονόητες απαντήσεις.

Η λαϊκή οργή που παρέσυρε ως ποτάμι τις καλοστημένες εξέδρες των πολιτικάντηδων αυτού του τόπου πήρε μαζί της και τους ίδιους τους θεσμούς. Εντούτοις, αυτή η έκρηξη δημοκρατίας θεωρήθηκε από πολλούς ως αντιδημοκρατική συμπεριφορά. Ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έθεσε κομβικά ερωτήματα με αφορμή αυτά τα γεγονότα, ρωτώντας, μεταξύ άλλων, αν οι δημόσιοι χώροι αποτελούν ιδιοκτησία των διαμαρτυρομένων ή για το πως μετριέται η πλειοψηφία, δια των συγκεντρώσεων ή δια των εθνικών εκλογών.

Αυτοί οι συνταγματικοί προβληματισμοί έχουν τεθεί προς συζήτηση εδώ και καιρό. Η τελική όμως εντύπωση είναι ότι ο λαός με τις ογκωδέστατες πορείες και διαδηλώσεις του τον τελευταίο χρόνο μάλλον έχει προσπεράσει τους θεσμούς και τα πρόσωπα. Άλλωστε, το ίδιο το Σύνταγμα αποθεώνει και προκρίνει τη λαϊκή κυριαρχία έναντι όλων των εξουσιών, που πηγάζουν από το λαό και έπονται αυτού. Διότι το καίριο ερώτημα έχει να κάνει με το αν ο λαός τελικά προηγείται των θεσμών ή οι θεσμοί προηγούνται του λαού. Ανάλογα με την απάντηση αλλάζει αυτόματα και η φύση ενός πολιτεύματος ως καθόλα δημοκρατικού ή “περίπου” δημοκρατικού.

Εμβαθύνοντας περισσότερο, θα πρέπει να δούμε τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα όχι μόνο στο συνταγματικό τους κείμενο αλλά και ως προς την “ψυχοσωματική” διάστασή τους. Διότι μπορεί μεν να απολαμβάνουμε σημαντικότατες ελευθερίες, όπως λ.χ. του συνέρχεσθαι, αλλά όταν ο λαός, ως υποκείμενο των ελευθεριών, βρίσκεται σε εξαθλίωση σωματικά και ψυχολογικά, δεν απολαμβάνει ουσιαστικά τις ελευθερίες αυτές. Διότι και για να διαδηλώσει κανείς θα πρέπει προηγουμένως να θρέφεται, να ζει δηλαδή υπό όρους αξιοπρέπειας.

Θα το έλεγε κανείς και δικαίωμα στη ζωή.

Η θλιμμένη γενιά των 60



“Είναι στιγμές που μας πνίγει η οργή, που όλοι εμείς ξυπνάμε το πρωί με ένα βάρος. Είμαστε τα παιδιά της άπληστης γενιάς και σαν το μήλο το χάρτινο οι ελπίδες μας, στα χέρια των ανθρώπων που σκότωσαν την Τέχνη, στα χέρια των ανθρώπων που κατέστρεψαν το μέλλον μας”.

Οι παραπάνω στίχοι των Κερκυραίων ΚΟΡΕ.ΥΔΡΟ. είναι ενδεικτικοί και περιγράφουν με χαρακτηριστική γλαφυρότητα το βάρος της νέας γενιάς, της Ελλάδας των τριαντάρηδων, που καλούνται να ξεπεράσουν έναν νοητό πήχυ, βουτηγμένο προηγουμένως στη διαφθορά και την απατεωνιά. Ναι, οι παλαιότερες γενιές μπορεί να είχαν μπροστά τους χειρότερα δεινά, όπως η φτώχεια, η προσφυγιά και η κατοχή, αλλά η δική μας γενιά, υποχρεούται να ξεβρωμίσει ένα θολό τοπίο που η βολεμένη, δήθεν επαναστατική γενιά της μεταπολίτευσης έπλασε.

Και ως χώρα, όπου το “παν μέτρον άριστον” υπάρχει μόνο στα σχολικά βιβλία, έχεις απέναντί σου τη μετάβαση από το ένα άκρο στο άλλο, όπως διαμορφώθηκε η συμπεριφορά του νεοέλληνα. Από την απόλυτη, τυφλή εμπιστοσύνη οδηγηθήκαμε στην ολική αμφισβήτηση του καθενός από εμάς, με το που ρίχνεται στο επαγγελματικό κι εν γένει κοινωνικό στίβο της χώρας.

Πολιτικοί που “τ' αρπάξανε χοντρά”, επαγγελματίες που “λάδωσαν” τους κρίκους ενός διεφθαρμένου συστήματος, πολίτες που απέκτησαν την αίσθηση του “αν πληρώσεις, όλα γίνονται”, αλλοδαποί που περιγράφουν τη χώρα και τους θεσμούς της ως “ξέφραγο αμπέλι”. Και ύστερα, όταν όλα βγήκαν στη φόρα, η μπόχα απλώθηκε πάνω από όλους, δίχως διακρίσεις. Το μέτωπό μας ξαφνικά έγινε εκ προοιμίου λερωμένο.

Αυτό το ανυπόφορο βάρος του να πρέπει να αποδείξεις εις διπλούν ότι είσαι αμόλυντος, ειλικρινής και “καθαρός”, είναι η κληρονομιά που μας άφησε η εκπνέουσα Ελλάδα των “μεγάλων αλλαγών, εκείνης που ανήκε στους Έλληνες”. Κι είναι δύσκολο να χτίζεις πάνω σε άμμο, γίνεται πολύ δυσκολότερο όμως να χτίζεις πάνω σε βόθρο.

Ευτυχώς, η νέα γενιά, αυτή που σήμερα καλείται να ξεβρωμίσει τη χώρα, έχει ακόμα ελπίδα και τραγουδά παρέα με τη συλλογική μνήμη που έχει πια διαμορφώσει. Όπως ο Στάθης Δρογώσης πετυχημένα λέει στα τραγούδια του:

“Πως μισώ να τους βλέπω να κλαίγονται, η θλιμμένη γενιά των 60, οι εκδρομές τους τελείωσαν άδοξα και ρημάξαν τη μικρή μου πατρίδα. Τι έχουν να μας πούνε για την χαμένη Ελλάδα, στα ψέμματα θρηνούνε, κροκοδείλια δάκρυα. Μάθετέ το, εμείς δε θα φύγουμε, δεν πουλάμε εμείς τα παιδιά μας, το κεφάλι εμείς δε θα σκύψουμε, αυτά τα χρόνια, ναι, είν' τα δικά μας...”


Πες μας, παππού, το δικό σου παραμύθι


Τις προάλλες, με αφορμή μια συνέντευξη του παλιού, αγαπημένου ηθοποιού Γιάννη Βογιατζή στην κρατική τηλεόραση, αναδύθηκαν ορισμένες σκέψεις για την ουσιαστική κρίση που περνά ο τόπος μας, που δεν είναι άλλη από την πνευματική. Παρακολουθείς αυτούς τους ανθρώπους που συμβολίζουν μιαν άλλη εποχή της Ελλάδος και διακρίνεις μονομιάς τη διαφορά στη συμπεριφορά τους, την αντίληψη και το ηθικό βάρος που κουβαλάνε.

Και είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της γενιάς αυτών των ηθοποιών, των οποίων το έργο εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να παραμένει διαχρονικό, με επιρροή στο παρόν και το μέλλον. Τους ακούς να μιλάνε και αναρωτιέσαι αν στην εποχή μας, πέρα από ευρω-ομόλογα και δείκτες χρηματιστηρίων, έχουν μείνει άλλα πεδία προς συζήτηση, έμπνευση και προβληματισμό.

Διακρίνεις, για παράδειγμα, την απλότητα και τη σεμνότητα (όχι σεμνοτυφία) αυτών των ανθρώπων που εκφράζουν μιαν άλλη Ελλάδα, διαφορετική, ποιοτικότερη, αληθινότερη και πιο αυθεντική. Η αίσθηση αυτή είναι ακόμα πιο έντονη όταν είναι γνωστό ότι αυτοί οι καλλιτέχνες έπλασαν την τέχνη τους σε χαλεπούς καιρούς, εν μέσω πολέμων, κατοχής και συνταγματαρχών. Παρά τη σύγκρουσή τους με τις δύσκολες αυτές φάσεις της ιστορίας, σε προχωρημένη πια ηλικία, μόνο φθορά δεν εκπέμπουν.

Δεν θα ήταν υπερβολικό να πει κανείς ότι στο ρυτιδιασμένο τους πρόσωπο αναγνωρίζουμε τους χαμένους μας παππούδες, τις μορφές εκείνες που με στωικότητα, υπερηφάνεια και γλαφυρότητα, αφηγούνται την παραμυθένια εκδοχή της ζωής τους. Που με περισσή γλυκύτητα μεταδίδουν την ουσία των γεγονότων και των πραγμάτων μέσα σε δέκα μόνο λέξεις, χωρίς φαυλότητες και κορώνες, χωρίς πολυτελή ζωή, αλλά με κύριο όπλο την κοινωνική και ιστορική τους παιδεία, που ξεπερνά την κάθε ελάχιστη, τυπική εκπαίδευση οποιασδήποτε βαθμίδος.

Βλέπεις μετά, καθώς αλλάζεις κανάλια στην αραχνιασμένη ελληνική τηλεόραση, τις σημερινές μορφές των Ελλήνων. Βλέπεις τις αράδες από ομοιόμορφα φτιαγμένα ανθρωπάκια, που φορούν γραβάτες, έχουν τρία κινητά τηλέφωνα και μιλάνε μόνοι τους στο δρόμο. Που καβαλάνε τα πεζοδρόμια με τις τζιπάρες τους ως ένδειξη κοινωνικής ισχύος, που ψηλαφίζουν ηδονικά τα ανάγλυφα γράμματα τις πνευματικής τους ρηχότητας.

Αυτήν την Ελλάδα έπλασαν τα παιδιά της ευρωζώνης, τα παιδιά που έχουν νομίσματα για μάτια.


Αναγνώσεις