Ο Αύγουστος που πονάει.


Θυμάμαι από μικρό παιδί τον Αύγουστο. Περιμέναμε όλο τον χρόνο να ’ρθει. Το περίμεναν οι επιχειρήσεις για να δουλέψουν περισσότερο, οι αδειούχοι να ξεκουραστούν, ο λαός να απολαύσει τα μπάνια του. Και το να ζεις σε νησί διαφοροποιεί πολύ τον Αύγουστο και το καλοκαίρι γενικά. Διότι κατά βάση οι άλλοι είναι που σε επισκέπτονται και εσύ ανοίγεις τις πόρτες για μια ακόμη ξέγνοιαστη περίοδο διακοπών με φίλους.

Οι πλατείες στα χωριά γεμίζουν πάλι με τους «ομογενείς των Αθηνών», των Ελλήνων που άφησαν τα χωρία τους, την ελληνική επαρχία για «τα όνειρα της πρωτεύουσας», για μιαν άλλη, «καλύτερη ζωή». Φίλοι και γνωστοί περπατούν ξανά στα ίδια σοκάκια που παίζανε παιδιά, αναπολούν και θυμούνται στιγμές μιας άλλης Ελλάδας, διαφορετικής. Πανηγύρια, χαρές, σπίτια που ανοίγουν έστω για καμιά δεκαριά μέρες.

Και μετά, θα ’ρθει ο Σεπτέμβρης πάλι. Τα λιμάνια θα γεμίσουν με αναχωρήσεις και μαντίλια. Τα κανάλια θα μεταδίδουν τα ίδια μονότονα ρεπορτάζ περιγράφοντας τα «κύμματα επιστροφής» των αδειούχων στον κλεινόν άστυ. Οι γειτονιές θα ησυχάσουν απότομα, τα παντζούρια των σπιτιών θα μείνουν κλειστά, ταμπουρωμένα και οι πλατείες θα ερημώσουν. Η Ελλάδα που εγκαταλείπεται, που συμπιέζεται, και βλέπει τους πολίτες της να συγκεντρώνονται όπως τα μυρμήγκια στην τρύπα τους, όταν ξεσπάσει μπόρα.

Και τότε επιστρέφεις στη ρουτίνα, αλλά και στις διερωτήσεις σου. Γιατί ακόμα αυτός ο τόπος να μην αλλάζει ρότα. Γιατί οι μεγάλες, αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες είναι ΠΡΩΤΑ αποκεντρωμένες και μετά όλα τα υπόλοιπα. Γιατί οι ηγεσίες αυτού του τόπου ’φτιάξαν μια Ελλάδα όπως βόλευε, εκ του προχείρου, υδροκέφαλη, με αδικίες και ανισότητες.

Μια Ελλάδα των ξενιτεμένων στον ίδιο τους τον τόπο.

Αναγνώσεις